- πλιατσικολογώ
- πλιατσικολόγησα, πλιατσικολογήθηκα, πλιατσικολογημένος, λαφυραγωγώ, αρπάζω, λεηλατώ: Πήραν σβάρνα τα χωριά και πλιατσικολογούσαν ασυλλόγιστα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.